πολυάριθμος — numerous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάριθμος — η, ο ο μεγάλος στον αριθμό, ο πολυπληθής: Είναι πολυάριθμα τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυάριθμον — πολυάριθμος numerous masc/fem acc sg πολυάριθμος numerous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρίθμου — πολυάριθμος numerous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρίθμους — πολυάριθμος numerous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρίθμων — πολυάριθμος numerous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαρίθμῳ — πολυάριθμος numerous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάριθμα — πολυάριθμος numerous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek
Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… … Dictionary of Greek